Η αλληγορία της άμαξας του Χόρχε Μπουκάϊ (Μέρος 3ο)

Όπως κοιτάζω αφηρημένος δεξιά, με τρομάζει ξαφνικά μια απότομη κίνηση της άμαξας.
Σκύβω έξω και βλέπω ότι έχουμε ανέβει στο πεζοδρόμιο. Φωνάζω στον αμαξά να προσέχει, κι αυτός αμέσως ξαναμπαίνει στο δρόμο.
Δεν καταλαβαίνω πως αφαιρέθηκε τόσο πολύ και δεν είδε ότι ξέφυγε από την πορεία του. Φαίνεται πως γέρασε.
Γυρίζω το κεφάλι αριστερά να κάνω νόημα στον συνταξιδιώτη μου να μην ανησυχεί γιατί είναι όλα εντάξει…αλλά δεν τον βλέπω πουθενά!
Ταράζομαι. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ ως τώρα. Δεν έχουμε ξαναχαθεί στο δρόμο.
Από την πρώτη μας συνάντηση, δεν έχουμε χωρίσει λεπτό.
΄Ηταν μια σιωπηρή συμφωνία.
Σταμάταγε ο ένας, σταμάταγε κι ο άλλος.
Βιαζόταν ο ένας, πήγαινε γρηγορότερα κι ο άλλος.
Παίρναμε μαζί τη στροφή, αν ο ένας από τους δύο ήθελε να στρίψει.
Μα τώρα, χάθηκε.
Ξαφνικά, έγινε άφαντος.
Μάταια βγάζω το κεφάλι και κοιτάζω τον δρόμο δεξιά κι αριστερά.
Δεν φαίνεται πουθενά.
Ρωτάω τον αμαξά, κι αυτός ομολογεί πως εδώ και λίγη ώρα τον είχε πάρει ο ύπνος στη θέση του. Μου δικαιολογείται ότι πολλές φορές ο ένας από τους δύο αμαξάδες κοιμάται λιγάκι και αφήνει τον άλλον να προσέχει τον δρόμο.
Ήταν φορές που και τα άλογα ακόμα σταματούσαν να πηγαίνουν με τον δικό τους ρυθμό και ακολουθούσαν τον ρυθμό των αλόγων της διπλανής άμαξας.
Ήμαστε σαν δύο άτομα που τα οδηγούσε η επιθυμία, σαν δύο πρόσωπα με ένα μυαλό, σαν δύο άνθρωποι σε ένα σώμα.
Κι έξαφνα,
μοναξιά,
σιωπή,
αμηχανία….
Να έπαθε κάποιο ατύχημα την ώρα που εγώ, αφηρημένος, δεν κοιτούσα προς το μέρος του;
Μήπως πήραν τα άλογα λάθος δρόμο, αφού και τους δύο αμαξάδες τους πήρε ο ύπνος….
Μπορεί, όμως, και να προχώρησε η δική του άμαξα χωρίς να αντιληφθεί ο αμαξάς του την απουσία μας, και να συνέχιζαν τώρα την πορεία τους προπορευόμενοι.
Βγάζω το κεφάλι μου απ’ το παραθυράκι άλλη μια φορά και φωνάζω:
“Έεειιι!!!”
Περιμένω λίγα δευτερόλεπτα και ξαναφωνάζω στον έρημο δρόμο:
“Γειάααααααααααα!!!”
Και ξανά, ακόμα μια φορά:
“Που είσαι;;;;”
……
Καμία απάντηση.
Θα έπρεπε άραγε να γυρίσω πίσω…
ή μήπως να μείνω ακίνητος εδώ που είμαι και να τον περιμένω….
ή να πω, καλύτερα, στον αμαξά να τρέξει για να τον προφτάσουμε;
Πάει πολύς καιρός που δεν μου ήταν πρόβλημα αυτές οι αποφάσεις.
Είχα αποφασίσει, εκεί και τότε, να είμαι δίπλα του και να τον ακολουθώ όπου θα μας έβγαζε ο δρόμος.
Τώρα όμως….
Ο φόβος μήπως χάθηκε και η ανησυχία πως μπορεί κάτι να έπαθε όλο και υποχωρούν, και στη θέση τους εμφανίζεται ένα συναίσθημα διαφορετικό.
Και αν αποφάσισε να μη συνεχίσει μαζί μου;
Μετά από λίγο συνειδητοποιώ πως όσο και να περιμένω, δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει.
Πάντως, όχι στο μέρος αυτό.
Οι επιλογές μου είναι να συνεχίσω ή να μείνω εδώ και να πεθάνω.
Να πεθάνω.
Με ερεθίζει αυτή η ιδέα.
Ξεζεύω τα άλογα και ζητάω από τον αμαξά να κατέβει.
Μας κοιτάζω: την άμαξα, τον αμαξά, τα άλογα, εμένα τον ίδιο….
Έτσι αισθάνομαι: διχασμένος, χαμένος, συντρίμμια.
Αλλού οι σκέψεις μου, αλλού τα συναισθήματά μου, αλλού το σώμα, αλλού η ψυχή μου. Και το μυαλό μου, η συνείδηση του εαυτού μου καθηλωμένα εκεί….
Σηκώνω τα μάτια και κοιτάζω τον δρόμο μπροστά.
Από εδώ που βρίσκομαι, το τοπίο μοιάζει βαλτότοπος.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, το έδαφος γίνεται έλος.
Εκατοντάδες έλη και λάσπες – όλα δείχνουν πως το μονοπάτι είναι ολισθηρό και επικίνδυνο…
Δεν είναι η βροχή που μούσκεψε το χώμα.
Είναι τα δάκρυα όσων πέρασαν κάποτε από αυτόν τον δρόμο και θρηνούσαν μιαν απώλεια.
Το ίδιο και τα δικά μου, νομίζω…σύντομα θα μουσκέψουν το μονοπάτι….
**************************************************************************************************************************************************************
΄Ετσι ξεκινάει ο δρόμος των δακρύων. Έτσι, φέρνοντάς μας σε επαφή με αυτό που πονάει. Γιατί έτσι μπαίνει κανείς σ΄αυτό το μονοπάτι, με αυτό το βάρος, με αυτό το φορτίο.
Και ακόμη, με την αναπόφευκτη – αν και πάντοτε απατηλή – πεποίθηση, ότι δεν πρόκειται να το αντέξουμε.
Παρόλο που φαίνεται απίστευτο, όλοι νομίζουμε στην αρχή του δρόμου πως είναι αβάσταχτος. Δεν είναι δικό μας το φταίξιμο, ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο δικό μας το φταίξιμο…
Μας έμαθαν από το σχολείο να πιστεύουμε ότι είμαστε βασικά ανίκανοι να αντέξουμε τον πόνο μιας απώλειας. Ότι κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Ότι θα πεθαίναμε αν μας άφηνε αυτός που αγαπάμε, και δεν θα μπορούσαμε να υποφέρουμε ούτε για ένα λεπτό τον ακραίο πόνο μιας σημαντικής απώλειας, γιατί η θλίψη είναι ζοφερή και καταστροφική…
Κι εμείς ζήσαμε όλη μας τη ζωή με βάση αυτές τις σκέψεις…
Ωστόσο, όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει, οι αντιλήψεις αυτές που διδαχτήκαμε κι έγιναν δικές μας πεποιθήσεις, είναι μια συντροφιά επικίνδυνη. Συχνά λειτουργούν σαν φοβεροί εχθροί και κάνουν πολύ μεγαλύτερο κακό από αυτό που υποτίθεται ότι αποτρέπουν. Στην περίπτωση του πένθους (σ.σ. λέγοντας “πένθος” δεν εννοώ μόνο τον θάνατο, αλλά και τον χωρισμό από κάποιο αγαπημένο πρόσωπο), για παράδειγμα, μας αποπροσανατολίζουν από την πορεία μας προς την οριστική απελευθέρωση, από αυτό που δεν υπάρχει πια.
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να μην υποφέρουμε “περισσότερο”, δεν είναι να αγαπάμε “λιγότερο“, αλλά να μάθουμε, όταν φτάνει η στιγμή του αποχωρισμού ή της απώλειας, να μη μένουμε κολλημένοι σ΄αυτό που δεν υπάρχει πια. Να χαιρόμαστε τη στιγμή, όσο διαρκεί, και να προσπαθούμε να την κάνουμε όσο γίνεται καλύτερη. Να ζούμε ρισκάροντας κάθε λεπτό της ζωής μας. Τέλος, να μη ζήσουμε αύριο με τη σκέψη στη σημερινή μέρα που ήταν τόσο ωραία, γιατί αύριο θα έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε ό,τι φέρει το άυριο. Και θα προσπαθήσουμε να το κάνουμε κι αυτό εξίσου ωραίο….
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ “Ο Δρόμος των Δακρύων Φύλλα Πορείας ΙΙΙ