Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά σειούνται,
σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι
«Φτιάχτε καρφιά, φτιάχτε καρφιά , φτιάχτε τρία περόνια»
Κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε.
Σύμφωνα μ’εσέ που τάφτιαξες, πρέπει να μας διδάξεις.
«Βάλτε του δυό στα πόδια του και τα άλλα δυό στα χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του, να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του»
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγωθεί. Τρία σταμνιά της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο και τρία με ροδόσταμο για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της. Ζητά μαχαίρι να σφαχτεί, φωτιά να πάει να πέσει, ζητεί γκρεμνό να γκρεμνιστεί για τον Μονόγενή Της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Ιακώβου η μάνα, και του Λαζάρου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Πήραν το δρόμο τον στρατί, στρατί το μονοπάτι. Και ο στρατίς τους έβγαλε μπρος του ληστού την πόρτα.
«Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου» κι η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της.
Τηρά ζερβά, τηρά δεξιά κανέναν δεν γνωρίζει, τηρά και δεξιότερα βλέπει τον Άι Γιάννη.
«Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του Γιού Μου, μην είδες τον Ιόκα μου και σε διδάσκαλό σου»
«Δεν έχω γλώσσα να σου πω, στόμα να σου μιλήσω, δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τονε δείξω. Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραφρόνεμενο, όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο. Όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι. Εκείνος είναι ο Γιόκας Σου και με διδάσκαλός μου»
«Δεν μου μιλάς παιδάκι Μου, δεν μου μιλάς Παιδί Μου»
«Τι να σου πω Μανούλα Μου, τι να σου μολογήσω; Μόνο το Μέγα Σάββατο όπου χτυπά η καμπάνα, σήμαινει Γη και Ουρανός, σημαίνουν τα Επουράνια, σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το μέγα μοναστήρι».
Όποιος το λέει σώζεται και όποιος τα ακούει αγιάζει κι όποιος το καλοφραγκαστεί Παράδεισο θα λάβει. Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
Αυτό είναι ένα παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι – θρήνος που τον έμαθα από τη μητέρα μου και από τη γιαγιά μου. Την Μεγάλη Πέμπτη το τραγουδούσαν σε ένδειξη πένθους και σεβασμού για τα Πάθη του Χριστού.
Κάθε χρόνο που ζυμώναμε τα τσουρέκια μας, λέγαμε αυτό το τραγούδι. Η μητέρα μου και η γιαγιά μου δεν ζουν πια, όμως εγώ συνεχίζω την παράδοσή τους, γιατί πιστεύω πως οι παραδόσεις μας είναι ένας θησαυρός που σαν λαός δεν πρέπει να χάσουμε. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας το τραγουδούν με διάφορες παραλλαγές.
Καλή Ανάσταση να έχουμε όλοι μας.
Leave a Reply