Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μεγάλη σκοτεινή σπηλιά, στη κορυφή του πιο ψηλού βράχου, ζούσε μόνο κι έρημο, ένα μικρό κερί. Ένα κερί σβηστό, που μέτραγε τις μέρες της ύπαρξής του.
«Μα τι κάνω εγώ εδώ μόνο μου» αναρωτιόταν. «Έτσι σβηστό που είμαι, πόσο πολύ κρυώνω! Πόσο πολύ φοβάμαι και πόσο άχρηστο νιώθω. Μια σκοτεινή κουκίδα μέσα σε τούτη τη σπηλιά».
Κι ο χρόνος περνούσε και το κερί μετρούσε τις μέρες της ανούσιας, σκοτεινής ζωής του..
Μια μέρα, άνεμος δυνατός φύσηξε έξω από τη σπηλιά και στο πέρασμά του παράσερνε ό,τι μικρό κι αδύναμο υπήρχε. Φτερά από πουλιά που είχαν την φωλιά τους στην βάση του βράχου, ξερά φύλλα και κλαδιά, σπόρους από λουλούδια εξωτικά κι ένα… σπίρτο, ένα τόσο δα μικρό σπίρτο, ψηλόλιγνο και γυαλιστερό, με κόκκινο, αστραφτερό καπέλο, στο μικρό του κεφάλι!
Με το δεύτερο φούυυυυυυυ του άνεμου, το σπίρτο απογειώθηκε και με δύναμη παρασύρθηκε μέσα στη σκοτεινή σπηλιά. Έπεσε με δύναμη κάτω στο τραχύ έδαφος και… Ωχ!!!
-«Μα που βρίσκομαι» είπε με τη τσιριχτή φωνή του.
Στην αρχή δυσκολεύτηκε στο σκοτάδι, αλλά σα σπίρτο που ήταν έστω και σβηστό, σύντομα συνήθισε να βλέπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.
-«Αμάν»! είπε… «Τι είσαι εσύ»;
-«Δε με βλέπεις;» είπε το κερί με τη παραπονιάρικη φωνή του..«Είμαι ένα κερί»!
Και να που ακόμα και τ’ αταίριαστα μπορούνε να ταιριάξουν…
Εκεί μέσα στην ερημιά, την υγρασία και το σκοτάδι της σπηλιάς, το κερί και το σπίρτο ενώσανε τη μοναξιά και το κοινό τους πρόβλημα.
Ήταν και τα δύο σβηστά, έρημα, μόνα και παραμελημένα μέσα σε τούτη τη σκοτεινή, άψυχη σπηλιά.
Το σπίρτο τέντωνε το λυγερό κορμί του κι ακουμπούσε πάνω στο κερί και το κερί έκανε νάζια και καμώματα.
Τώρα οι ελπίδες να φτάσουνε στο όνειρο, όλο και μεγάλωναν.
Το όνειρό τους; Μια μικρή φλόγα.
Mια μικρή φλόγα που θα τα φωτίσει και τα δυό, θα τα ζεστάνει και θα τα αφήσει να κοιταχτούνε στα μάτια.
-«Μα θέλω να δω τα μάτια σου», είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Μα θέλω να νιώσω τη ζεστασιά σου», είπε το κερί στο σπίρτο.
Και τότε τρόμαξαν…
-«Αν ανάψω καλή μου θα καώ»! είπε το σπίρτο,«και καλά να καεί μόνο το κόκκινο σκουφί μου, θα είμαι ένα ακόμα άσχημο, μισοκαμένο σπίρτο… Μα αν καώ εντελώς, τι θα απογίνω; Θα προλάβω τουλάχιστον να δω τα μάτια σου»;
-«Κι αν ζεσταθώ» είπε το κερί, «θα λιώσω… Κι αν λιώσω θα γίνω άσχημο και κακοφτιαγμένο! Θα έχω προλάβει να χαρώ τουλάχιστον τη ζέστη σου»;
Μέρα τη μέρα, το κερί και το σπίρτο, αγαπιόντουσαν όλο και πιο πολύ κι η αγάπη τους δυνάμωνε!
Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, λουλούδια φυτρώσανε, γιατί η αγάπη είναι ένα λουλούδι, που όπου γεννιέται δίνει χρώμα, άρωμα κι ομορφιά.
Κι οι μέρες περνούσαν. Το κερί και το σπίρτο σφιχταγκαλιασμένα, περιμένανε καρτερικά τη συνέχεια του έρωτά τους.
Και ήρθε το καλοκαίρι… Έξω από τη σπηλιά, έφτασε η αφόρητη ζέστη…
Το δάσος γύρω από το βράχο, συχνά γέμιζε από γέλια, τραγούδια, φωνές μικρών και μεγάλων.
Το κερί και το σπίρτο αγκαλιάζονταν τρομαγμένα και περίμεναν, όλο περίμεναν κι αγαπιόντουσαν, κάθε μέρα και πιο πολύ κι ας μην είχε δει τα μάτια του σπίρτου, το κερί κι ας μην είχε νιώσει τη ζεστασιά του κεριού, το σπίρτο!
Ο έρωτάς τους, μια μικρή τραγωδία, σαν όλους τους ανικανοποίητους έρωτες, που γεννιούνται και μένουνε πάντα στ’ όνειρο…
Ώσπου μια μέρα, μια παρέα εκδρομείς, -έτσι τους έλεγαν όλους αυτούς τους εισβολείς του δάσους-, πήρανε τα γέλια, τα τραγούδια και τις φωνές τους μακριά, αλλ’ αφήσανε μια μικρή σπίθα… μια τόση δα μικρή σπίθα φωτιάς, να σιγοκαίει, εκεί κάτω από τα ξερά κλαδιά που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουνε.
-«Συμφορά»! Φωνάζανε πουλιά και ζώα που περνάγανε τρομαγμένα τρέχοντας, έξω από τη σπηλιά. «Συμφορά! Φωτιά! Φωτιά… θα καούμε»!
-«Ακούς»; είπε το σπίρτο στο κεράκι…
-«Ακούς; Θα καούμε»! είπανε και τα δυο με μια φωνή, γεμάτη έρωτα!
-«Δε φοβάμαι να καώ απ’ αγάπη», είπε το σπίρτο στο κερί…
-«Δε φοβάμαι να λιώσω απ’ αγάπη», είπε το κερί στο σπίρτο!
Ένα κερί κι ένα σπίρτο, τρελά από έρωτα τραγουδάγανε τη φλόγα που ερχόταν…
-«Έλα»! της έλεγαν, «έλα! Σε περιμένουμε»!
-«Θα μ’ αγαπάς αν καώ κι ασχημύνω, χωρίς το κόκκινο σκουφί μου»; Είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Θα μ’ αγαπάς αν λιώσω και χάσω το σχήμα μου»; Είπε το κερί στο σπίρτο.
Κι η φλόγα ερχόταν όλο και πιό κοντά…
Κι η φλόγα έφτασε στο κατώφλι της σπηλιάς και δίσταζε να μπει μέσα, μη χαλάσει την ομορφιά που διαισθάνθηκε!
-«Έλα»! της φωνάζανε και τα δυο, με μια φωνή!
Κι η φλόγα έστειλε μέσα στη σπηλιά, τη πιο μικρή της κόρη!
Μια σπίθα τόση δα, που μπήκε τσαχπίνικα και ναζιάρικα από την είσοδο της σπηλιάς. Φφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ !
Το σπίρτο, τέντωσε το λυγερό κορμί του, για να καλωσορίσει τη σπίθα.
Το κόκκινο σκουφί του τυλίχτηκε στις φλόγες.
-«Αγάπη μου» είπε στο κερί, «καίγομαι για σένα… Αγάπη μου, να δω τα μάτια σου κι ας καώ»!
Το γυαλιστερό κόκκινο σκουφί, ακούμπησε πάνω στο φιτίλι καθώς έσκυψε για να δει καλύτερα.
-«Αγάπη μου» είπε το κερί στο σπίρτο, «άσε με να νιώσω τη ζεστασιά σου κι ας λιώσω»!
Το σπίρτο και το κερί, κάηκαν μαζί…
Μια μάζα ενωμένη στο χρόνο και στο χώρο αιώνια…
Το κερί και το σπίρτο που έλιωσαν απ’ αγάπη κι έφτασαν στο δικό τους όνειρο…
Leave a Reply