Ένας πολύ πιστός άνθρωπος ένοιωθε πως ήταν πολύ κοντά στο να λάβει τη φώτιση για το πως να συνεχίσει τον δρόμο του. Κάθε νύχτα, πριν πέσει να κοιμηθεί, παρακαλούσε το Θεό να του στείλει ένα σημάδι για το πως θα έπρεπε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του. Πέρασε έτσι δυο-τρεις εβδομάδες σε μια κατάσταση σχεδόν μυστικιστική, περιμένοντας να λάβει ένα θεϊκό σημάδι.
Ώσπου μια μέρα, περνώντας μέσα από το δάσος, βλέπει ένα ελαφάκι ξαπλωμένο στο έδαφος, πληγωμένο, με το ένα πόδι μισοσπασμένο. Μένει να το κοιτάζει και ξαφνικά…εμφανίζεται ένα πούμα. Στη θέα του αισθάνεται να παγώνει. το πούμα, εκμεταλλευόμενο την κατάσταση, είναι έτοιμο να κατασπαράξει το ελαφάκι. Άφωνος και παράλυτος από φόβο, μένει να κοιτάζει τη σκηνή, τρέμοντας στην ιδέα ότι το πούμα δεν θα ικανοποιηθεί μόνο με το ελαφάκι αλλά μετά θα επιτεθεί και στον ίδιο. Ξαφνικά, βλέπει το πούμα να πλησιάζει το ελαφάκι. Και τότε, συμβαίνει κάτι ανέλπιστο: αντί να το κατασπαράξει, το πούμα αρχίζει να του γλείφει τις πληγές.
Μετά φεύγει και γυρίζει με μερικά βρεγμένα κλαδιά που τα σπρώχνει με το πόδι του κοντά στο ελαφάκι για να μπορέσει εκείνο, όπως είναι ξαπλωμένο, να πιεί λίγο νερό. Κατόπιν, πάει και φέρνει λίγη υγρή χλόη και τη σπρώχνει κι αυτήν κοντά στο ελαφάκι για να φάει. Απίστευτο!!!
Την άλλη μέρα, ο άντρας επιστρέφει σ΄εκείνο το μέρος και βλέπει το ελαφάκι να είναι ακόμα ξαπλωμένο εκεί, και το πούμα να έρχεται ξανά για να το ταϊσει, να του γλείψει τις πληγές και να του δώσει να πιεί. Τότε, σκέφτεται ο άντρας: “Αυτό είναι το σημάδι που έψαχνα, είναι προφανές. Ο Θεός σου προμηθεύει αυτό που έχεις ανάγκη. Το μόνο που δεν πρέπει να κάνεις εσύ είναι να αγχώνεσαι και να τρέχεις απελπισμένος πίσω από τα πράγματα”. Παίρνει λοιπόν το μπογαλάκι του, κάθεται στην πόρτα του σπιτιού του και περιμένει να του φέρει κάποιος να φάει και να πιεί. Περνάνε δυό ώρες, περνάνε τρεις, έξι ώρες, μια μέρα, δυό μέρες, τρεις μέρες…κανένας όμως δεν του δίνει τίποτε. Όσοι περνάνε από μπροστά του τον κοιτάνε, κι αυτός παίρνει ύφος κακομοίρη, μιμούμενος το τραυματισμένο ελαφάκι. Παρ΄όλα αυτά, όμως, δεν του δίνουν τίποτα. Ώσπου μια μέρα περνάει κάποιος πολύ σοφός που ζούσε στο χωριό, κι ο καημένος άνθρωπος, που τώρα πια αισθάνεται μεγάλη αγωνία, του λέει:
“Ο Θεός με ξεγέλασε. Μου έστειλε ένα λάθος σημάδι για να με κάνει να πιστέψω ότι τα πράγματα ήταν με τον άλφα τρόπο ενώ ήταν με τον βήτα. γιατί μου το ΄κανε αυτό; Εγώ είμαι ένας άνθρωπος πιστός…”
Και του διηγείται τι είδε στο δάσος….
Ο σοφός τον ακούει και ύστερα του λέει:
“Θέλω να ξέρεις κάτι. Είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος πολύ πιστός. Ο Θεός δεν στέλνει σημάδια χωρίς λόγο, ο Θεός σου έστειλε αυτό το σημάδι για να μάθεις.”
Τον ρωτάει τότε ο άντρας:
“Γιατί με εγκατέλειψε;”
Και ο σοφός του απαντάει:
“Τι κάνεις εδώ εσύ, που είσαι ένα πούμα έξυπνο και δυνατό, ικανό να παλεύεις; Κάθεσαι και παριστάνεις το ελαφάκι; Η θέση σου είναι να ψάξεις να βρεις ένα ελαφάκι να βοηθήσεις. Να βρεις κάποιον που δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του, με τα δικά του μέσα….”
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ Ο Δρόμος της Συνάντησης Φύλλα Πορείας ΙΙ
Όλα ερμηνεύονται ανάλογα με το πως τα βλέπει κανείς…..
αγωνία Απόσπασμα από το βιβλίο άφωνος βρεγμένα κλαδιά γλείψει δάσος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μονος του εβδομάδες ελαφάκι θεικό σημάδι θέλω να ξέρεις κάτι Θεός κατασπαράξει μυστικιστική νερό Όλα ερμηνεύονται ανάλογα με το πως τα βλέπει κανείς παίρνει το μπογαλάκι του παράλυτος από φόβο πληγές πληγωμένο πόδι μισοσπασμένο πόρτα πούμα πριν πέσει να κοιμηθεί σοφός τι κάνεις εσύ εδώ τραυματισμένο ελαφάκι ύφος κακομοίρη χλόη Χόρχε Μπουκάϊ Ο Δρόμος της Συνάντησης Φύλλα Πορείας ΙΙ
Leave a Reply